πολυΐψιος

πολυΐψιος
πολυ-ΐψιος, ον,

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πολυΐψιος — ον, Α πολύ κατεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + ιψιος (πιθ. < θ. ιψ τού ἴψαο, ένσιγμου αορ. τού ἴπτομαι «πιέζω ισχυρά, ζημιώνω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”